Skip to main content

Α-πορούμε ώστε να πορευόμαστε.

Μάνος Χατζηδάκις - 100 χρόνια από τη γέννησή του

Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων απο τη γέννηση του Μάνου Χατζηδάκι, παραθέτω το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου "Τα επιτεύγματα της Ελευθερίας" (σελ. 176-179).

 

Β.6.4. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (Ξάνθη 1925 – Αθήνα 1994)

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Εθνική Μουσική Σχολή ανέδειξε τους ρυθμούς και τις κλίμακες της δημοτικής και βυζαντινής μουσικής μέσα από τις φόρμες και τις τεχνικές απαιτήσεις της λόγιας κλασικής μουσικής. Η επόμενη μεγάλη καινοτομία στην έντεχνη ελληνική μουσική ήλθε όταν ο Χατζιδάκις (μαζί με τον σύγχρονό του Θεοδωράκη), ανέδειξαν την αξία της –μη δημοτικής– λαϊκής μουσικής, ως αγωγού πολιτιστικής παιδείας για το σύνολο των Ελλήνων.

Ρυθμοί και όργανα της λαϊκής μουσικής που βρίσκονταν στο περιθώριο ενσωματώθηκαν στην έντεχνη μουσική και καθιερώθηκαν μέσα από τη σύζευξή τους με την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι γνώρισε και αποδέχθηκε ο μικροαστικός και αστικός κόσμος το ρεμπέτικο και το μπουζούκι. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε η καλλιτεχνική και πνευματική ποιότητα του λαϊκού τραγουδιού, αξίες που μέχρι τότε μονοπωλούσε η λόγια, κλασική μουσική. Μέσα από αυτή τη νέα μουσική δημιουργία έφτασε η υψηλή ποίηση να τραγουδιέται από τους Έλληνες κάθε τάξης, κάθε προέλευσης και ιδεολογίας, χωρίς προϋποθέσεις προηγούμενης φιλολογικής παιδείας.

Ο Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη, όπου ο κρητικής καταγωγής πατέρας του εργαζόταν ως δικηγόρος σε καπνικές εταιρείες. Η μητέρα του ήταν Ανατολικοθρακιώτισσα από την Αδριανούπολη. Μετά τον χωρισμό των γονιών του και τον θάνατο του πατέρα το 1935, μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου αντιμετώπισαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

Ο Μάνος αναγκάστηκε να εργαστεί για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης και βοηθός νοσοκόμος, παίρνοντας παράλληλα θεωρητικά μαθήματα μουσικής στο Ωδείο Αθηνών μέσα στην κατοχική περίοδο (1940-1943). Παρακολουθούσε επίσης ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή, αν και δεν έλαβε ποτέ κανένα πτυχίο. Φαίνεται όμως ότι η πνευματική του στάθμη ήταν ήδη εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύει η γνωριμία και ο συγχρωτισμός του με ηλικιακά μεγαλύτερούς του καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως ο Γκάτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης κ.α.

Κατά την ύστερη περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με ισχυρή φιλία με το άλλο ιερό τέρας της νεοελληνικής έντεχνης λαϊκής μουσικής, τον Μίκη Θεοδωράκη. Γνώρισε επίσης και τον Κάρολο Κουν, γράφοντας το 1944 τη μουσική για την κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» για το νεοσύστατο τότε Θέατρο Τέχνης. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη, σε ηλικία μόλις 19 ετών.

Πάνω στα ερείπια που άφησαν ο Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, επέρχονταν τεκτονικές μεταμορφώσεις στην πολιτική ζωή, στην κοινωνία, στην τέχνη και στη διανόηση. Το τεταμένο κλίμα που συνοδεύει παρόμοιες περιόδους (για τον καταλογισμό των αιτίων, για τη στάση του καθενός κατά την ώρα του δράματος, για το τι είδους νέος δρόμος προόδου θα ξανοιχτεί μπροστά), αναδεύει τη δημιουργικότητα των ιδιοφυών και ανήσυχων ανθρώπων και με αυτόν τον τρόπο επιταχύνει την ωρίμανσή τους.

 

Γι’ αυτό ίσως η ανέλιξη του Χατζιδάκι ως καλλιτέχνη και γενικότερα ως κορυφαίου πνευματικού ανθρώπου ήταν ταχύτατη. Ο Χατζιδάκις ήταν ακριβώς ένας «άνθρωπος του καιρού του», καθώς είχε ισχυρή συνείδηση της πολιτικής διάστασης του έργου του, παρότι δεν ήταν κομματικά στρατευμένος. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ρηξικέλευθος και ξεκάθαρος στις απόψεις του. Υποστήριζε με πεποίθηση δύσκολες πολιτικοκοινωνικές θέσεις, είχε οξύ κριτικό πνεύμα και το εξέφραζε με ευθύ, ακριβό και εύστοχο λόγο.

Πρώτος αυτός αναγνώρισε την αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού, που μέχρι τότε χαρακτήριζε ένα περιθωριακό κοινωνικό στρώμα, κάνοντας μια ιστορική διάλεξη το 1949 στο Θέατρο Τέχνης, την οποία ακολούθησε συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Η καλλιτεχνική δημιουργία του Χατζιδάκι από το 1950 και μετά απογειώθηκε. Το έργο του είναι τόσο εκτεταμένο, ώστε μόνο επιγραμματικά μπορεί να αναφερθεί κανείς σε τόσο περιορισμένο χώρο. Ως Διευθυντής από το 1950 του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα: «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και την «Ερημιά» (1958). Έγραψε μουσική για το αρχαίο δράμα: «Χοηφόροι» (1950, του ανατέθηκε από την Μ. Κοτοπούλη), «Μήδεια» (1956), «Κύκλωπας» (1959), «Βάκχες» (1962), «Εκκλησιάζουσες» (1956), «Λυσιστράτη» (1957) και «Όρνιθες» (1959), καθώς και για την τραγωδία «Ο θάνατος του Διγενή» (1950) του Άγγελου Σικελιανού.

Ξεκίνησε την αρίθμηση (opus 1) των έργων του για πιάνο με την «Ιονική σουίτα» (1952) και συνέχισε με τον κύκλο τραγουδιών για πιάνο και φωνή «Ο Κύκλος του Carlos Novi Sanchez» (1954), όπου θρηνεί τον θάνατο ενός νεαρού φίλου. Ας διαβάσουμε τα λόγια του για το έργο αυτό, καθώς αποτυπώνουν την ιδιαίτερη δημιουργική κλίση του καλλιτέχνη, την έμπνευση, τις επιρροές, την αισθαντικότητα και τον χαρακτήρα του όλου έργου του: «…Τη δοκιμή την είχα κάμει ήδη στα μοιρολόγια για τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου. Ξεκίνησα από τον ελεγειακό χαρακτήρα των δημοτικών μας τραγουδιών και σύγχρονα θέλησα να προχωρήσω πιο πέρα, για να δώσω όσο γίνεται περισσότερο το μεσογειακό χαρακτήρα. Τους στίχους τους έγραψα ή με τη μουσική ή πρώτα απ’ αυτήν, ακολουθώντας πιστά ή ψάχνοντας πολλές φορές μια φόρμα, ένα σχεδιάγραμμα που να περικλείει με λιτότητα ό,τι ήθελα να πω. Το κλίμα του λιμανιού, του ερημικού λιμανιού, με την απεραντοσύνη της αγριεμένης θάλασσας και με τη λυπητερή έκφραση του ουρανού, νομίζω πως ταίριαζε καλύτερα στα τραγούδια μου αυτά, που θρηνολογούν τον άδικο χαμό ενός νέου παιδιού –θέμα παλιό μα πάντα πανίσχυρο και ζωντανό…»

Από το 1955 και μετά η δημιουργική του ενέργεια κατευθύνθηκε στον κινηματογράφο, τέχνη με την οποία είχε πιο άμεση επαφή το ευρύτερο κοινό. Ακριβώς λόγω της ευρύτητας του ακροατηρίου, ο Χατζιδάκις απέκτησε μέσα από τον κινηματογράφο λαϊκή, πανελλήνια, αλλά και παγκόσμια αναγνώριση. Ταινίες σταθμοί όπως η «Στέλλα», το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», ο «Δράκος», έκαναν γνωστή τη μουσική του Χατζιδάκι σε όλους τους Έλληνες.

Στο παγκόσμιο στερέωμα έγινε διάσημος με το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» (που και σήμερα ακόμη, μαζί με τον «Ζορμπά» του Θεοδωράκη, παραμένει το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας στο εξωτερικό), ενώ το φιλμ του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1961) του χάρισε το Όσκαρ, το δεύτερο για την Ελλάδα μετά από αυτό της Παξινού. Ο ίδιος δεν πανηγύρισε ιδιαίτερα διότι θεωρούσε τον εαυτό του καλλιτέχνη και διανοητή ανώτερης στάθμης, παρά συνθέτη ελαφράς μουσικής για την αναψυχή του κινηματογραφικού κοινού. Πάλι τα λόγια του ίδιου είναι χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού του εγωισμού: «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας, αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα… Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ, οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό...».

Από την καλλιτεχνική και δημιουργική του πορεία –λόγω περιορισμένου χώρου– σημειώνουμε ότι ξεχωρίζουν η σπονδυλωτή παράσταση «Οδός Ονείρων» (1962), «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», που το ηχογράφησε το 1965 σε συμφωνική μορφή με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς, η μουσική της συγκλονιστικής ταινίας «Αμέρικα-Αμέρικα» (1963) του Ελία Καζάν, ο κύκλος τραγουδιών «ο Μεγάλος Ερωτικός» (1972).

Ο Χατζιδάκις εργάστηκε γενικότερα για την προώθηση της υψηλής τέχνης στο ευρύ ελληνικό κοινό, με κορυφαία του συνεισφορά τη διεύθυνση του περίφημου «Τρίτου Προγράμματος» της ΕΡΤ, εκεί όπου η κληρονομιά του ζει ακόμη και σήμερα. Επίσης ίδρυσε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» το 1989 (τίτλος χαρακτηριστικός της πρωτότυπης μουσικής του προσέγγισης) για την παρουσίαση έργων κλασικών και σύγχρονων συνθετών.

Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει τις –ας πούμε– «εύκολες», αλλά τόσο υπέροχες μελωδίες των τραγουδιών του. Ο Χατζιδάκις ήταν όμως λόγιος μουσικός, ο οποίος αποστρεφόταν τη δημοσιότητα που του χάριζαν αυτές οι δημιουργίες. Οι κοινωνικές και πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν πολύ πιο εκλεκτικές.

Δεν έγραφε για τις μάζες με σκοπό την πολιτιστική τους καλλιέργεια. Ανήκε στους λίγους και ενδιαφερόταν μόνο για τους λίγους. Παραθέτοντας πάλι τον ίδιο: «… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθεια του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…».

Ήξερε να τρυγά το μαργαριτάρι, ήταν όμως μάλλον αδιάφορος, έως περιφρονητικός, για το στρείδι. Ήταν ένας εικονοκλάστης διανοούμενος, στον λόγο και στη μουσική δημιουργία. Του άρεσε να προκαλεί, όπως ακριβώς και το δικό του αιρετικό πνεύμα αντιμετώπιζε τον κόσμο σαν συνεχή πρόκληση για καινοτόμο δημιουργική σύνθεση.

Θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει, να δοξαστεί και να πλουτίσει στο εξωτερικό (έμεινε έξι χρόνια στην Αμερική μεταξύ 1966 και 1972). Το πνεύμα του όμως ήταν ελληνικό και μόνο. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο και σπάνιο είδος λουλουδιού, με εκλεπτυσμένα άνθη που γοήτευαν την ευαισθησία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, το οποίο όμως ευδοκιμούσε μόνο στην Ελλάδα. Δημιούργησε μια νέα προσωπική μουσική, με ελληνικό υπόστρωμα, που η αισθαντικότητά της την έκανε παγκόσμιο άκουσμα.

Με τα δημιουργικά του επιτεύγματα ο Χατζιδάκις αποτελεί μια μεγάλη δόξα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

 


 

Τα επιτεύγματα της ελευθερίας, Προσωπικότητες, Μουσική, Θεοδωράκης Μ., Μ. Χατζηδάκις, Ελληνική Μουσική