Skip to main content

Α-πορούμε ώστε να πορευόμαστε.

Μίκης Θεοδωράκης - 100 χρόνια από τη γέννησή του

Με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων απο τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, παραθέτω το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου "Τα επιτεύγματα της Ελευθερίας" (σελ. 180-184).

 

Β.6.5. ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ (Χίος 1925 –εν ζωή!, βλ. υστερόγραφο)

 

Ο Θεοδωράκης μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι, με τον οποίο συνδεόταν με βαθιά φιλία και αμοιβαία εκτίμηση, δημιούργησε το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», όρο που εισήγαγε ο ίδιος. Πρόκειται για συνθέσεις που ξεπερνούν την απλή επαναλαμβανόμενη στροφή των λαϊκών ασμάτων και αποκτούν δομή, επεξεργασία και ανάπτυξη στο μουσικό τους θέμα. Η ενορχήστρωση είναι πιο πλούσια και σύνθετη· κρουστά, έγχορδα, πνευστά και πλήκτρα της κλασικής μουσικής αντισταθμίζουν την κυριαρχία των λαϊκών οργάνων και εξευγενίζουν τη σύνθεση. Η φαινομενικά παράδοξη συζυγία είναι σοφά ισορροπημένη· εκπαιδεύει και αναβαθμίζει την αισθητική των λαϊκών στρωμάτων χωρίς να κουράζει με την εκζήτηση και την πολυπλοκότητά της. Το σημαντικότερο είναι ότι η όλη σύνθεση είναι ο φορέας με τον οποίο αναδεικνύεται η νεοελληνική ποίηση, ο έντεχνος λόγος που εκφράζει τον καημό και την ελπίδα του σύγχρονου Έλληνα με τον πιο υψηλόφρονα τρόπο.

Με τη μουσική του Θεοδωράκη ξαποσταίνει ο λαός στη σχόλη, λαχταρά και ονειρεύεται «το περιγιάλι το κρυφό». Με τις νοσταλγικές του νότες μας φέρνει ο Μίκης στις φτωχογειτονιές του σαββατόβραδου, καθώς «μοσχοβολούν βασιλικό κι ασβέστη». Με τη μουσική του επίκληση εμφανίζεται εδώ –μπροστά μας!– η Ρωμιοσύνη και «νάτη, πετιέται από ‘ξ αρχής, κ’ αντρειεύει και θεριεύει»! Με τον ρυθμό του αναφωνούμε μαζί με τον ποιητή: «Της δικαιοσύνης Ήλιενοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική, μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου»!

Σε όλες τις βιογραφίες του Μίκη –όπως τον αποκαλούν με οικειότητα οι Έλληνες– όση έκταση έχουν οι αναφορές στον Μουσικό, άλλη τόση ή και μεγαλύτερη ακόμα έχουν αυτές για τον Αγωνιστή. Αυτό το πανύψηλο Κρητικό κυπαρίσσι με τα πλούσια ακατάστατα μαλλιά βλέπει τη ζωή σαν διαρκή αγώνα για την υπέρβαση των εθνικών, ταξικών, θρησκευτικών διαφορών των ανθρώπων. Γιατί ο Μίκης στοχεύει και κάνει πράξη με τη μουσική του αυτό που ευαγγελίζεται ο Ρίτσος: «Εμείς, αδερφέ μου, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε από τονκόσμο. Εμείς, αδερφέ μου, τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».

Γεννήθηκε στη Χίο από πατέρα Κρητικό από τον Γαλατά Χανίων και μάνα Μικρασιάτισσα από τον Τσεσμέ. Ο πατέρας του, Γιώργης, πολέμησε στο Μπιζάνι, ήταν δικηγόρος και ανώτερος κρατικός υπάλληλος (Νομαρχιακός Επόπτης). Γι’ αυτό και ο Μίκης γύριζε κάθε 2-3 χρόνια και σε διαφορετική πόλη της Ελλάδας. Στην Τρίπολη όπου ζούσε τότε όταν ήταν 17 χρονών και μέσα στην Κατοχή, παρουσίασε το έργο του «Κασσιανή» και αμέσως μετά συντάχθηκε με την ενεργή Εθνική Αντίσταση. Οι Ιταλοί τον συνέλαβαν, αυτός όμως κατόρθωσε να αποδράσει και κατέφυγε στην Αθήνα. Γράφτηκε στην ΕΠΟΝ μαζί και στο Ωδείο Αθηνών, με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Έλαβε ενεργό μέρος στα Δεκεμβριανά με την πλευρά των ηττημένων. Γι’ αυτό και μέχρι το 1954, όταν έφυγε με υποτροφία για το Παρίσι, η ζωή του ήταν μια συνεχής δίωξη από τη νικητήρια παράταξη. Εξορίστηκε (σε Ικαρία και Μακρόνησο) και βασανίστηκε σε βαθμό που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει για να γλυτώσει από το πόνο. Αυτό που τον έκανε να αντέξει τη φοβερή φυσική και ψυχική ταλαιπωρία ήταν η γερή κράση του κορμιού του, η βοήθεια των δικών του102 και η πίστη στα ιδανικά του.

Δείγμα της αντοχής του ήταν ότι κατάφερε, παρά τις ταλαιπωρίες και τη φυσική απουσία, να πάρει από το Ωδείο Αθηνών το δίπλωμά στην αρμονία. Ούτε διέκοψε την ενασχόλησή του με τη σύνθεση, παρουσιάζοντας το 1950 στο Θέατρο «Ορφέας» το πρώτο του έργο κλασικής μουσικής, το «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946) με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Ο Μίκης θεωρεί αυτήν την περίοδο ως την πρώτη της μουσικής του δημιουργίας.

Στο Παρίσι όπου βρέθηκε μετά το 1954, εγγράφηκε στο Conservatoire (Ωδείο του Παρισιού) σπουδάζοντας μουσική ανάλυση και διεύθυνση ορχήστρας. Εκεί συνέθεσε έργα σε φόρμες της κλασικής μουσικής: το κοντσέρτο για πιάνο «Ελικών» (1952), την πρώτη συμφωνία «Πρώτη Συμφωνία» (1953), τρεις σουίτες για ορχήστρα (1954-1959), τα πρώτα μπαλέτα όπως το «Ελληνικό καρναβάλι» (1953) σε χορογραφία της Ραλλούς Μάνου και επίσης τους «Εραστές του Τερουέλ» (1958). Κέρδισε το 1957 το χρυσό μετάλλιο στο Μουσικό Φεστιβάλ της Μόσχας για το έργο «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα», με πρόεδρο των κριτών τον ίδιο τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Μετά την επιτυχή παράσταση του μπαλέτου «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου το 1959, προτάθηκε για το Βραβείο Κόπλεϊ, ως καλύτερου Ευρωπαίου συνθέτη της χρονιάς. Αυτή θεωρείται από τον ίδιο ως η δεύτερη δημιουργική του περίοδος.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1960 ξεκινά η τρίτη και πιο σημαντική περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με την ηχογράφηση του «Επιτάφιου» του Ρίτσου που γράφτηκε το 1958, εγκαινιάζεται η χρυσή εποχή του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Σε μια ηχογράφηση σταθμό, το μπουζούκι στα χέρια του «αριστοκράτη» Μανώλη Χιώτη σέρνει μοιρολόγια σε ρυθμό ζεϊμπέκικο και χασάπικο, ενώ τον πόνο της χαροκαμένης μάνας τον εκφράζει –παράδοξα αλλά συγκλονιστικά– η αντρική «ξύλινη φωνή» –όπως την αποκάλεσε ο Θεοδωράκης– του «Σερ» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού Γρηγόρη Μπιθικώτση103: «Να’χα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να ‘χα, να σου ‘δινα να ξύπναγες, για μια στιγμή μονάχα». Με τη μουσική του Μίκη η ποίηση του Ρίτσου πέρασε από τις σελίδες του βιβλίου στα χείλη όλων των Ελλήνων.

Ο ίδιος ο Μίκης έγραφε για τον προσωπικό του στόχο: «Εν αρχή ην ο λόγος… η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά την νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μην μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική». Φαίνεται ότι τα κατάφερε με θριαμβευτικό τρόπο και μάλιστα ευτύχησε να χαρεί ο ίδιος την επιτυχία του εν ζωή.

Ο δρόμος που άνοιξε αυτή η μελοποίηση ακολουθήθηκε και από άλλους συνθέτες και έτσι το κίνημα της μελοποιημένης ποίησης που εγκαινίασε ο Μίκης επέτρεψε να γίνει κτήμα του λαού η ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Λειβαδίτη, του Ρίτσου, του Σολωμού (οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», σε μελοποίηση από τον Γιάννη Μαρκόπουλο).

Ο Μίκης τελείωσε το 1960 το κορυφαίο του ορατόριο «Άξιον Εστί» του Ελύτη, παρουσιάζοντάς το όμως το 1964. Συνέθεσε επίσης μουσική για δεκάδες κύκλους τραγουδιών που αποτέλεσαν για δεκαετίες το πιο ποιητικό και ποιοτικό άκουσμα για τον λαό («Επιφάνεια» σε ποίηση του Σεφέρη, «Μικρές Κυκλάδες», «Χρυσοπράσινο φύλλο», «Τα τραγούδια του Αγώνα», «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» –ποίηση του Ρίτσου, «Μπαλάντες» σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη, «Τα λυρικά» σε ποίηση Τ. Λειβαδίτη, κ.α.). Ο κύκλος τραγουδιών «Μαουτχάουζεν» σε ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη έχει γίνει εθνικό τραγούδι του Ισραήλ, δείγμα της παγκόσμιας αναγνώρισης του αγώνα του συνθέτη κατά του ολοκληρωτισμού κάθε μορφής. Ο Μίκης έχει επίσης γράψει τη μουσική για τον εθνικό ύμνο των Παλαιστινίων.

Ο Μίκης έγραψε επίσης όπερες Καρυωτάκης», «Μήδεια», κ.α.), μουσική για θέατρο («Όμορφη πόλη», «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού», «Μαγική Πόλη», «η Γειτονιά των Αγγέλων» κ.α.), μουσική για το αρχαίο δράμα, καθώς και για τον κινηματογράφο («Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη, «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασσέν, «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ζ» του Κώστα Γαβρά, «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ κ.α. Η μουσική για τον χορό του «Ζορμπά» στην ταινία του Κακογιάννη πάνω στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη, αντιπροσωπεύει έκτοτε την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ξεκινώντας αργόσυρτα, συγκρατημένα και λεβέντικα, με ένα θριαμβικό κρεσέντο, οδηγεί σε διονυσιακή μέθεξη χαράς για τη ζωή.

Η μουσική δημιουργία του Μίκη είναι ένας αστείρευτος ποταμός που πηγάζει από το Βυζάντιο και το δημοτικό τραγούδι. Περνώντας μέσα από τα χώματα της Μικρασίας και κάτω από τα κύματα του Αιγαίου, ξεχύνεται ορμητικός από τα βουνά της Κρήτης. Ο Μίκης διοχετεύει τα πλούσια νερά μέσα από διαφορετικές μουσικές φόρμες, ελληνικές παραδοσιακές αλλά και κλασικές ευρωπαϊκές, για να αρδεύσει τον πολιτισμό των λαών του κόσμου. Γιατί, παρά τη λατρεία του για την Ελλάδα, το έργο του Μίκη είναι παγκόσμιο. Ο Μίκης ζητά να εντοπίσει το κοινό μέρος της ψυχής των ανθρώπων, όπου γης, για να δονήσει τις χορδές της σε πανανθρώπινο ρυθμό.104

Η μουσική του είναι επίσης μια προτροπή για αγώνα και πρόοδο. Ο ίδιος είναι άνθρωπος της δράσης και της συμμετοχής, γι’ αυτό μαζί με τη μουσική του δημιουργία πρέπει να αναφερθεί, έστω με συντομία, και η πολιτεία του.

Άλλωστε, ο ίδιος τοποθετεί αξιακά τον ενεργό Πολίτη πάνω από τον Συνθέτη: «Η εθνική ενότητα υπήρξε ανέκαθεν η μεγάλη ουτοπία της ζωής μου… Έθεσα την ιδιότητα του πολίτη πάνω από εκείνη του καλλιτέχνη, μιας και τα δραματικά γεγονότα δεν μου επέτρεπαν να είμαι ένας απλός παρατηρητής και ως πολίτης θεώρησα πρώτο μου καθήκον την ανάμιξή μου στα κοινά».

Ήταν πρόεδρος της «Νεολαίας Λαμπράκη» και εκλέχθηκε βουλευτής της ΕΔΑ το 1963. Φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε από τη Δικτατορία και ελευθερώθηκε μετά από κατακραυγή πολλών διεθνών προσωπικοτήτων της τέχνης και της πολιτικής. Μεσολάβησε μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών το 1972. Επανεκλέχθηκε Βουλευτής το 1981 και το 1985 με το ΚΚΕ, όπως και το 1990 με τη Νέα Δημοκρατία. Το 2010 ίδρυσε δικό του κίνημα ανεξάρτητων πολιτών με την ονομασία «Σπίθα» και πρωτοστάτησε στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία το 2018.

Με την πολιτική του σκέψη και δράση παραμένει σήμερα η ζωντανή συνείδηση της Ελλάδας. Το πολιτικό και κοινωνικό του όραμα είναι όμως παγκόσμιο. Ο αγώνας του για να συμμεριστεί το όραμα με όλους τους λαούς του κόσμου είναι συνεχής και ακατάβλητος. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του μπορεί να είναι ανατρεπτικές ή απρόσμενες, είναι όμως πάντα καινοτόμες, ειλικρινείς και θαρραλέες. Η άποψή του δεν είναι αμετακίνητη και μονολιθική, δείγμα της πνευματικής και της πολιτικής του προσαρμοστικότητας.

Η πολιτική του στάση ποτέ δεν είναι επαμφοτερίζουσα, αλλά είναι πάντα ξεκάθαρη και αποφασιστική. Δεν ενδιαφέρεται να τηρήσει πολιτικές ή κομματικές ισορροπίες. Είναι ένας πρωτοπόρος που βλέπει μακριά και γι’ αυτό τραβά με ορμή, μπροστάρης αυτός, προς τα εκεί που η πίστη και το ένστικτο τον οδηγούν. Μπορεί να μη συμφωνεί κανείς μαζί του, αλλά όλοι υποκλίνονται και θαυμάζουν την ειλικρίνεια, το πάθος και την αγωνιστική του μέθεξη.

Η πιο δυνατή και χαρακτηριστική του εικόνα είναι όταν διευθύνει τα έργα του με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά, κυριευμένος ο ίδιος από τη μουσική και τον στίχο. Σαν εκείνη τη στιγμή να οραματίζεται με τα μάτια της ψυχής κάτι μεγάλο, ευγενικό και πανανθρώπινο. Έτσι μας δείχνεται όταν τραγουδά ο ίδιος τη Ρωμιοσύνη στην ιστορική συναυλία του 1974105. Πάλλεται σύγκορμος από μια παθιασμένη ιδέα, ότι το σώμα και η ψυχή της Φυλής του είναι φτιαγμένα από υλικά μοναδικά, στιβαρά, γεμάτα δύναμη και αντοχή. Κλείνει τα μάτια και βλέπει ένα παρελθόν δόξας και πόνου, μαζί και ένα μέλλον λευτεριάς και δημιουργίας. Συνεπαρμένος από το όραμα, σαν βιβλικός Προφήτης, εμπνέει και τον λαό του προς μια ηρωική ανάταση.

Ο μεγάλος αυτός Έλληνας είναι ο πυρφόρος Προμηθέας του νεότερου Ελληνισμού, αυτός που με τη μουσική του κατάφερε να φέρει το φως της υψηλής ποίησης μέσα στην ψυχή του λαού του.

 

ΥΓ.: Όταν γράφτηκε αυτή η βιογραφία, ο Μίκης ήταν ακόμη μαζί μας. Αποφάσισε όμως πως ήλθε η ώρα να φύγει και ετοίμασε αυτός ο ίδιος το ξόδι του, γράφοντας το θέλημά του σε διαθήκη. Διακήρυξε εκεί μέσα ξανά την πίστη του σε έναν καλύτερο κόσμο που περιμένει νά ʻρθει και επιβεβαίωσε δημόσια, για τελευταία φορά, τη δέσμευσή του στην ιδεολογία που τον ενέπνευσε από τη νεαρή ηλικία.

Ζήτησε επίσης να τον ταξιδέψουν μέχρι την Κρητική γη με το πλοίο, μέσα από το Αιγαίο, για να ανταμώσει εκεί οριστικά με τους γονείς και τον αδελφό του, περιμένοντας την ώρα που θα τον συντροφέψει και η αγαπημένη σύζυγος.

Η Ελλάδα, συγκινημένη με έναν παράξενο τρόπο, δεν τον θρηνούσε. Ήταν σαν οι Έλληνες να τον νιώθαμε να ανεβαίνει, μέσα σε ένα σύννεφο δόξας, σε έναν άλλο ψηλότερο τόπο, χωρίς όμως να φεύγει μακριά μας. Στο προσκύνημα στη Μητρόπολη, στον αποχαιρετισμό στο λιμάνι, στο ταξίδι στο Αιγαίο, στην πομπή στα Χανιά, στην εκκλησία στον Γαλατά Χανίων, παντού οι Έλληνες βρέθηκαν ενωμένοι να τον ασπαστούν, να τον χειροκροτήσουν, να τον αποχαιρετήσουν χριστιανικά, κάνοντας οι περισσότεροι τον σταυρό τους εμπρός στη σορό του –αυτόν, που στη διαθήκη του διατράνωσε άλλη μια φορά την κομμουνιστική του συνείδηση!

Έτσι το ονειρεύτηκε το ξόδι του και έτσι τον τιμήσαμε οι Έλληνες, με συγκινητική ανταπόδοση βαθιάς ευγνωμοσύνης. Ο Μίκης είναι, θα είναι πάντα, η Ρωμιοσύνη. Τον ευχαριστούμε που έζησε και που θα ζει για πάντα, άφθαρτος πια, ως αθάνατος Έλληνας και παγκόσμιος Άνθρωπος!

 

 


 

Σημειώσεις:

[1]: Ο πατέρας του, που τότε ζούσε στην Κρήτη, ονειρεύτηκε μια βραδιά με καταιγίδα ότι ο γιος του κινδύνευε. Το άλλο πρωί ξεκίνησε αμέσως για να τον βρει και να τον γλυτώσει. Ο Μίκης αφηγείται ότι ο πατέρας του τον βρήκε σχεδόν ημιθανή από τα βασανιστήρια και αποδίδει τη σωτηρία του στη δική του έγκαιρη επέμβαση και φροντίδα.

[2]: Είναι παράξενη η επιλογή αντρικής φωνής για το μοιρολόι της μάνας, όμως η ξερή και στεγνή φωνή του Μπιθικώτση αποδίδει πειστικά τη στερεμένη από το κλάμα και τον πόνο μητρική φωνή. Για το γεγονός που έδωσε αφορμή για αυτή την ποιητική και μουσική δημιουργία, βλ. "Τα επιτεύγματα της Ελευθερίας", Κεφάλαιο Β.4.5.

[3]: Όταν οι αντάρτες που νίκησαν τους Ταλιμπάν έμπαιναν στην Καμπούλ μετά την πρώτη νίκη τους στον εμφύλιο του Αφγανιστάν το 1996, τα μεγάφωνα των φορτηγών που τους κουβαλούσαν έπαιζαν το «Μαουτχάουζεν». Πιθανολογείται ότι οι κασέτες με τη μουσική του Θεοδωράκη διαδίδονταν στην Κεντρική Ασία από τους Έλληνες εξόριστους, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.

[4]: 

 

 

 

 

Τα επιτεύγματα της ελευθερίας, Προσωπικότητες, Μουσική, Θεοδωράκης Μ., Μ. Χατζηδάκις, Ελληνική Μουσική, Έντεχνο λαϊκό τραγούδι