
Αμίν Μααλούφ: Σαμαρκάνδη
Ένα συναρπαστικό μισό βιβλίο. Και λέω μισό, γιατί μόνο το πρώτο του μέρος -περίπου το μισό του συνόλου των σελίδων- βρίσκω απολαυστικό, ως σαγηνευτικό σε ορισμένα του σημεία. Αντίθετα το δεύτερο μερος του προσγειώνει την πτήση με το μαγικό χαλί και έκτοτε πορεύεται με μάλλον πεζό και στερεότυπο τρόπο.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή του Πέρση πολυμαθούς, φιλόσοφου, μαθηματικού, αστρονόμου και ποιητή Ομάρ Καγιάμ, (1048-1131), καθώς και στο πιο γνωστό στο δυτικό κόσμο ποιητικό του δημιούργημα, τα "Ρουμπαγιάτ" (ενικός: ρουμπάι) που, κατά το μυθιστόρημα του γαλλολιβανέζου συγγραφέα Αμίν Μααλούφ, περιέχονταν στο "Βιβλίο της Σαμαρκάνδης", ένα φανταστικό αυθεντικό χειρόγραφο του ίδου του ποιητή που κλάπηκε πρώτα από τους Ασασίνους και μετά τα ίχνη του χάθηκαν για αιώνες, μέχρι να επανεμφανιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα στην Περσία.
Κατά το μυθιστόρημα, το αυθεντικό χειρόγραφο ταξίδευε στις αποσκευές της ηρωίδας του βιβλίου, της περσίδας πριγκίπισσας Σιρίν, όταν μαζί με το Γαλλο-Αμερικανό εραστή της και επίσης ήρωα του βιβλίου, Αμερικανό Μπέντζαμιν "Ομάρ" Λεσάζ (μικτής αμερικανο-γαλλικής καταγωγής, που γαλουχήθηκε τις καλύτερες φιλελεύθερες παραδόσεις της φωτισμένης αστικής τάξης της ανατολικής ατκής των ΗΠΑ), επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό για να κατευθυνθούν στην Αμερική όπου θα ξεκινούσαν μια νέα κοινή ζωή. Το χειρόγραφο όμως χάθηκε με τη βύθιση του πλοίου, παρά το ότι οι δύο αγαπημένοι διασώζονται (ώστε να εξυπηρετηθεί η οικονομία της εκ των υστέρων αφήγησης από τον Λεσάζ της περιπέτειας του χειρογράφου).
Η αλήθεια για το "βιβλίο των ρουμπαγιάτ" (τετράστιχα που κατά την εποχή τους δε συγκαταλέγονταν στην λόγια περσική ποίηση, αλλά αποτελούσαν ένα μάλλον λαϊκό είδος σύντομων ποιημάτων, με θέματα από την καθημερινή ζωή), το οποίο πράγματι χάθηκεμε τον Τιτανικό, περιγράφεται με αρκετή λεπτομέρεια στην παρακάτω δημοσίευση που αναφέρεται "στο πιο πολυτελές βιβλίο ποίησης στην ιστορία της ανθρωπότητας".
Τα ρουμπαγιάτ του Καγιάμ έγιναν γνωστά στη Δύση από την πρώτη μετάφραση τού Edward FitzGerald (Λονδίνο, 1859), που είχε προοδευτικά πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό. Δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως στο αγγλόφωνο κοινό που διψούσε για την εξωτική λογοτεχνία της ανατολής και ένα ολόκληρο συρμό ενασχόλησης με την ανατολική ποίηση. Έχουν γίνει πάμπολλες μεταφράσεις κατά τον 20ό αιώνα, σε σχέδον όλες τις κύριες γλώσσες, όπως και στην ελληνική (το παρακατω είναι σε απευθείας απόδοση από τα περσικά).
Περνάμε στο ίδιο το βιβλίο του Μααλούφ. Αυτό που βρήκα συναρπαστικό και με ενθουσίασε στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ήταν η σαγηνευτική γραφή εξ΄ ίσου με τις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες που υπάρχουν στο κείμενο. Το τερπόν (η φιλοκαλία της γλώσσας), μετά του ωφελίμου (η τροφή της φιλομάθειας).
Για την ομορφιά και τον πλούτο της γλώσσας, όσο και για τον σαγηνευτικό ρυθμό της αφήγησης του πρώτου μέρους, θα παραθέσω ενδεικτικά δύο χωρία:
Ξεκινώ με τη σελ. 46, την ώρα που η άσημη ποιήτρια Τζαχάν, μελλοντική ερωμένη του Καγιάμ, απαγγέλει στίχους σε ποιητικό διαγωνισμό εμπρός στον ηγεμόνα (Χαν), με παρόντα και τον ήδη διάσημο Καγιάμ. Το ποίημα και η εμφάνισή της κάνουν αίσθηση στο αντρικό κοινό και στον Χαν και γι΄ αυτό επιβραβεύεται, μπουκώνεται κατά κυριολεξία, με σαραντέξι χρυσά δηνάρια (όσο χωρούν στο στόμα της) σαν αμοιβή για τους ωραίους στίχους -μάλλον και για την ομορφιά της:
...Μόνο ο Καγιάμ δεν γελάει. Με τα μάτια του στυλωμένα στην Τζαχάν, προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα αισθήματά του γι΄αυτή τη γυναίκα. Το ποίημά της είναι άψογο, η ευφράδειά της αξιόλογη, η πράξη της περήφανη. Κι όμως γέμισε αδίσταχτα το στόμα της με το κιτρινωπό μέταλλο, αποδέχτηκε μια τόσο ταπεινωτική αμοιβή. Πριν χαμηλώσει και πάλι το φερετζέ της, τον σηκώνει λίγο πιο ψηλά, ελευθερώνοντας ένα βλέμμα που ο Ομάρ εισπράττει, ρουφάει, ποθεί να συγκρατήσει. Στιγμή ανύποπτη για το πλήθος, αιωνιότητα για τον ερωτευμένο. Ο χρόνος έχει δύο πρόσωπα και δύο διαστάσεις λέει μέσα του ο Kαγιάμ: το μάκρος του ρυθμίζεται από την τροχιά του ήλιου, η πυκνότητά του από την ένταση του πάθους....
Λίγο παρακάτω (σελ. 48), όταν ο ήδη καθολικά αναγνωρισμένος μέγιστος ποιητής -βρίσκεται ήδη στην φάση της ωριμότητάς του- παρακινείται από τον ηγεμόνα να γεμίσει και αυτός το στόμα του με χρυσάφι, ο αξιοπρεπής και περήφανος Καγιάμ αρνείται, παρά τον τρόμο των αυλικών γύρω του:
..."Μίλα", επιμένει ο Χαν, "δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε από μένα".
Τότε ο Ομάρ απαγγέλει αυτούς τους στίχους:
"Θαρρείς η φτώχεια μ' έφερε τώρα κοντά σε σε σένα;
Φτωχός δεν είναι όποιος μπορεί να ζήσει μετρημένα.
Δεν θέλω τίποτε από σε· μόνο να με τιμήσεις,
Αν σέβεσαι αυτόν που ζει ντόμπρα, λευτερωμένα".
Δεν ξέρω αν αυτό το ρουμπάι το σοφίστηκε ο Μααλούφ ή αν περιέχεται στα αυθεντικά ρουμπαγιάτ του Καγιάμ, αλλά σαν λογοτεχνικό εύρημα, για να προσδώσει ένταση στην αφήγηση, είναι σωστά τοποθετημένο στη δραματική εξέλιξη της σκηνής, παραπέμπει στην επικούρεια φιλοσοφικότητα που χαρακτήριζε την ισορροπημένη και αξιοπρεπή φύση του Καγιάμ, αλλά εμπεριέχει και ένα θαραλέο προκλητικό και ανατρεπτικό λόγο: ζητά από τον απόλυτο μονάρχη να αποδίδει τιμή και σεβασμό στον κάθε σεμνό και ενάρετο υπηκοό του! Είναι χαρακτηριστικό του υψηλού επιπεδου παιδείας της Ανατολής του καιρού ότι οι ηγεμόνες όχι μόνο εκτιμούσαν την ποίηση αλλά και τους ποιητές. Ο Καγιάμ θαυμάστηκε από τον Χαν και αφέθηκε να επιστρέψει στον δικό του πνευματικό θρόνο, όχι μόνο άθικτος αλλά και τιμημένος.
Προσέξτε επίσης πόσο ζωηρή είναι η αφήγηση από τρίτο πρόσωπο, από κάποιον αόρατο που δε συμμετέχει στο δράμα, αλλά παρακολουθεί ως θεατής αποτυπώνοντας με γλαφυρό και ρυθμικό λόγο τη σκηνή.
Ασ δούμε άλλο ένα απόσταγμα σοφίας (σελ. 28) που απευθύνει ο καδής της Σαμαρκάνδης κάποτε στο νεαρό και γεμάτο αυτοπεποίθηση Ομάρ -σε προηγούμενη εποχή, όταν ήταν ακόμα ένας διάσημος και ανερχόμενος νεαρός λόγιος- καθώς του τον έχουν προσάξει οι φανατικοί θρησκόληπτοι με την κατηγορία της προκλητικής, δημόσια επικούρειας στάσης του:
...Με βλέμμα σκεφτικό, ο καδής σηκώνεται, πηγαίνει να καθίσει δίπλα στον Καγιάμ, ακουμπάει στον ώμο του ένα χέρι πατρικό. Οι φρουροί ανταλλάσουν κατάπληκτα βλέμματα.
"Άκουσε, νεαρέ φίλε, ο Ύψιστος σού πρόσφερε ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να αποκτήσει ένας γιός του Αδάμ. Σου έδωσε την εξυπνάδα, την τέχνη του λόγου, την υγεία, την ομορφιά, το πάθος για τη γνώση, για απόλαυση της ζωής, το θαυμασμό των αρσενικών και, υποψιάζομαι, τους στεναγμούς των γυναικών. Ελπίζω να μη σου στέρησε τη σοφία, τη σοφία της σιωπής. Γιατί χωρίς εκείνη, τίποτε απ' όλα αυτά δεν μπορεί κανείς να χαρεί και να διατηρήσει".
"Πρέπει δηλαδή να περιμένω να γεράσω για να εκφράσω τις σκέψεις μου;"
"Όταν θα μπορέσεις να εκφράσεις όσα σκέφτεσαι, οι απόγονοι των απογόνων σου θα έχουν ήδη γεράσει. Ζούμε στον αιώνα της μυστικότητας και του φόβου, για να επιβιώσεις πρέπει να έχεις δύο πρόσωπα. Να δείχνεις το ένα στον όχλο, το άλλο στον εαυτό σου και στον Δημιουργό σου. Αν θέλεις να κρατήσεις τα μάτια σου, τα αυτιά σου και τη γλώσσα σου, ξέχασε πως έχεις μάτια, αυτιά και γλώσσα"...
Ο σοφός καδής αναφέρεται στην τρομοκρατία της θρησκοληψίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή στη Σαμαρκάνδη (ένα είδος καθεστώτος Ταλιμπάν). Ένιωθε με την πείρα της ζωής του και με την ανοιχτή του σκέψη ότι ο καιρός δεν ευνοούσε τις επιδείξεις ελεύθερου πνεύματος. Σαν άλλος Αριστοτέλης συνιστά "μεσότητα", δηλαδή διατήρηση των "καθ' όλου" (των γενικών αξιών και αρετών) αλλά και προσαρμογή στα "καθ' έκαστα", στις συνθήκες
Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος που αναφέρεται στην εποχή του Καγιάμ, όταν δηλαδή γράφηκε το Χειρόγραφο, είναι λογοτεχνικά απολαυστικό, σχεδόν μεθυστικό.
Είναι και γεμάτο ιστορικές γνώσεις. Το ιστορικό καλειδοσκόπιο περνά πάνω από τους παράλληλους και ανταγωνιστικούς βίους, από τη μία του χαρισματικού βεζύρη Νιζάμ-αλ Μουλκ, κοσμικού, μορφωμένου, ιθύνοντος νου του κράτους και αριστοτέχνη της αυτοκρατορικής διοίκησης (ένα είδος statesman της μεσαιωνικής Ανατολής), και από την άλλη του πολυμαθούς, αδιάφθορου, οξύνου, αλλά και φανατικού θρησκόληπτου, ρέποντος προς το απόλυτο, Χασάν Σεμπάχ, ο οποίος εκδιωγμένος από τον Νιζάμ μετά την ήττα του σε ένα αγώνα εξουσίας και επιρροής μπροστά στον Χάν (μια πάλη μεταξύ του κοσμικού και θρησκευτικού στοιχείου), ιδρύει το φοβερό τάγμα των Ασασίνων και εγκαθίσταται στο απόρθητη αετοφωλιά Αλαμούτ, εξαπολύοντας από εκεί τρόμο και θάνατο σε όσους παρεκλίνουν από την αδιάλακτη δικαιοσύνη του Ισλάμ, τρομοκρατώντας τους κοσμικούς, τους φαύλους και τους άδικους ηγέτες για γενιές, μέχρι την άλωση και καταστροφή του κάστρου από τους Μογγόλους.
Και ανάμεσά τους, σαν να κρατά το "ίσο" βρίσκεται ο Καγιάμ με τη μετριοπάθειά του, φίλος και σεβαστός και απο τους δύο, αποστρεφόμενος την πολιτική δράση, αμέτοχος του πάθους για εξουσία, λάτρης του κρασιού, του έρωτα, του λόγου καιτης επιστήμης.
Ως προς το εγκυκλοπαιδικό στπιχείο του βιβλίου, μαθαίνουμε π.χ. μέσα σε αυτή την πολυεπίπεδη αφήγηση, ότι το πραγματικό όπλο του φανατισμού των Ασασίνων δεν είναι το χασίς, όπως επιπόλαια έχει επικρατήσει στη Δύση. Διαβάζουμε στη σελίδα 156:
...Οι έξω από κάθε λογική αυτές πράξεις -οι δολοφονίες σημαίνοντων προσώπων με εξουσία, σε δημόσιο χώρο, από ασασίνους που είχαν παρεισφρύσει στον εσωτερικό κύκλο των καταδικασμένων- οδήγησαν πολλούς να υπστηρίξουν ότι οι άντρες του Χασάν ενεργούσαν κάτω από την επήρεια ναρκωτικών. Πώς αλλιώς μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι πήγαιναν στο θάνατο με το χαμόγελο; Επικράτησε η θεωρία πως ήταν χασικλήδες. Ο Μάρκο Πόλο διέδωσε αυτή την άποψη στη Δύση. Οι εχθροί τους στον μουσουλμανικό κόσμο τούς αποκαλούσαν πότε πότε "χασισιγιούν", "χασισοπότες", για να τους εξευτελίσουν. Μερικοί ανατολιστές πίστεψαν ότι από το ορισμό αυτό αντλούσε τη ρίζα η λέξη "ασασέν" που έγινε, σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συνώνυμο του δολοφόνου. Έτσι, ο μύθος των "Δολοφόνων" παρουσιαζόταν ακόμα πιο τρομακτικός.
Η αλήθεια είναι άλλη. Τα κείμενα που έφτασαν σ' εμάς από το Αλαμούτ βεβαιώνουν ότι ο Χασάν συνήθιζε να αποκαλεί τους οπαδούς του "Ασασιγιούν", ανθρώπους πιστούς στο Ασάς, το "Θεμέλιο" της πίστης. Κι αυτή η λέξη, παρανοημένη από τους ξένους ταξιδιώτες, συνδυάστηκε σφαλερά με το "χασίς"...
Να κάτι καινούργιο -και μάλλον ορθό- για την ετυμολογία του όρου "ασασίνος" και την ιστορία της παρερμηνείας της, τόσο από τις δυτικές (Μ. Πόλο) όσο και τις μουσουλμανικές πηγές.
Και ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο για την ιστορία τού συμβολισμού τού "άγνωστου όρου Χ" στα μαθηματικά. Ήταν φαίνεται ο Kαγιάμ που πρωτοχρησιμοποίσε το συμβολισμό όπως μαθαίνουμε (σελ. 51):
..."Τους μήνες που ακολουθούν καταπιάνεται με τη συγγραφή ενός πολύ σοβαρού έργου για τις τριτοβάθμιες εξισώσεις. Για να παραστήσει τον άγνωστο σ΄ αυτή την αλγεβρική πραγματεία, ο Καγιάμ χρησιμοποιεί τον αραβικό όρο "σάυ" που σημαίνει "πράγμα". Η λέξη αυτή, που στα επιστημονικά συγγράματα των ισπανών λέγεται "Χάυ", αντικαταστάθηκε σταδιακά από το πρώτο γράμμα της το "Χ", που έγινε παγκόσμιο σύμβολο του αγνώστου"...
Θα μπορούσα να συνεχίσω με αναφορές στην ομορφιά του λόγου και στην ιστορική και εγκυκλοπαιδική γνώση που περιλαμβάνει το πρώτο μέρος, αλλά έτσι θα ανατύπωνα στην εδώ δημοσίευση σχεδόν το μισό βιβλίο. Αρκούν όμως αυτά τα χωρία για να δείξουν την αιτία της γοητείας που μου προκάλεσε αυτό το βιβλίο.
Δυστυχώς, το δεύτερο μέρος -το σύγχρονο χρονικό του "Χειρογράφου"- δεν είναι ισάξιο του πρώτου. Εκεί ο Λεσάζ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο πλέον. Όμως, αντί για περισσότερη ζωντάνια, τελικά παρτίθενται σκέψεις και διάλογοι μάλλον τετριμμένοι και πεζοί. Καμιά φορά, παρατηρείται ακόμα και φλυαρία στις περιγραφές, όσο και έλλειψη ρυθμού και ουσίας στους διαλόγους.
Η δε ιστορία ερωτικής προσέγγισης της πανέμορφης εκδυτικισμένης και πριγκιπικής καταγωγής Σιρίν με τον αστό (και όχι αριστοκράτη) Αμερικανό είναι μια κακέκτυπη αναπαραγωγή χολυγουντιανού ερωτικού σεναρίου. Ο νεαρός, ευγενικός, μορφωμένος και ριψοκίνδυνος, αποφασίζει να αναζητήσει ένα μυθικό ανατολικό θησαυρό (το Χειρόγραφο). Μπλέκει σε περιπέτειες με κυνηγητά και φολκλόρ χαρακτήρες. Συναντά στην αρχή της αναζήτησης, στην Κωνσταντινούπολη, την όμορφη και αινιγματική Σιρίν, η οποία ανήκει στην εκδυτικισμένη πρωτοπορία της περσικής αριστοκρατίας. Την ξαναβρίσκει όταν επισκέπτεται την Περσία. Γυρνά όμως στην Αμερική για χρόνια, κυνηγημένος από την Περσική Κυβέρνηση, από παρεξήγηση, ως υπεύθυνος του φόνου του Σάχη. Για χρόνια καταφέρνει να αλληλογραφεί κρυπτογραφικά με τη Σιρίν. Με την αλλαγή καθεστώτος και την αμνηστεία του επιστρέφει στην Περσία.
Το όλο σενάριο είναι στερεότυπο μελό και δεν αξίζει τον κόπο να το περιγράψω περισσότερο. Στο τέλος, η Σιρίν, η οποία χωρίς να το πολυκαταλάβουμε πήρε το Χειρόγραφο στην κοτοχή της, συνευρίσκεται με τον Αμερικανό σε ειδυλιακές συνθήκες, διατηρώντας πάντως "ποιητική αδεία" τη διακριτικότητα που επιβάλλει η περσική κοινωνία. Όλα βολικά, μελιστάλακτα.
Ώσπου μετά από κάποιες πολιτικοκοινωνικές ταραχές στην Περσία, το ζευγάρι φεύγει για μια νέα ζωή στην Αμερική, ταξιδεύοντας με -τι άλλο;- τον Τιτανικό. Με τη βύθιση του πλοίου το βιβλίο καταδύεται για πάντα στο βυθό του Ατλαντικού. Η Σιρίν, ως γυναίκα, επιβιβάζεται στις σωσίβιες λέμβους αλλά και ο νεαρός -βολικότατα- εμφανίζεται να είναι ο μόνος κωπηλάτης εκεί γύρω. Οπότε του προτείνεται και μπαίνει φυσικά και ανενόχλητα, χωρίς πολλές διαδικασίες, και αυτός ο ίδιος στη σωτήρια λέμβο. Μετά, οι δυό τους παρακολουθούν τον Τιτανικό να βυθίζεται, μπαίνουν στο "Καρπάθια" κ.λπ. Όλα αυτά δίνονται από τον συγγραφέα εν τάχει, χωρίς δραματικές περιγραφές, σα να βιάζεται ο Μααλούφ να τελειώνει. Τέλος, σοκαρισμένη η Σιρίν αποβιβάζεται στην Αμερική και...τραβάει ένα μοναχικό δικό της άγνωστο δρόμο. Αφήνει σύξυλο τον νεαρό και κάπως έτσι, απότομα και άδοξα, τελειώνει αυτός ό έρωτας (όχι σε εκκλησία με γάμο όπως στις ελληνικές ταινίες)...
Παρά την άνιση δομή το βιβλίο παραμένει για μένα συναρπαστικό, ακριβώς για το συνδυασμό λογοτεχνικής αξίας και εγκυκλοπαιδικότητας στο πρώτο του μέρος. Γι' αυτό και το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Αμίν Μααλούφ, Σαμαρκάνδη, Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, Ασασίνοι, Χειρόγραφο της Σαμαρκάνδης, Νιζάμ-αλ-Μουλκ, Χασάν Σεμπάχ, Αλαμούτ, Βιβλιογνωσία, Τιτανικός